- πρόσπτωση
- η / πρόσπτωσις, -ώσεως, ΝΑ [προσπίπτω]1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προσπίπτω, η πτώση πάνω σε κάτι2. πρόσκρουση, σύγκρουση με κάτι ή πάνω σε κάτινεοελλ.1. φυσ. η άφιξη ενός κινούμενου σώματος ή, συνήθως, μιας δέσμης ηλεκτρομαγνητικής ή σωματιδιακής ακτινοβολίας σε μια δεδομένη επιφάνεια2. φρ. α) «γωνία προσπτώσεως»i) (αερον.) η γωνία που σχηματίζεται από τη χορδή μιας αεροτομής τής πτέρυγας και τού διαμήκους άξονα τού αεροπλάνουβ) φυσ. η γωνία την οποία σχηματίζει η διεύθυνση που ακολουθεί ένα σώμα ή μια δέσμη ηλεκτρομαγνητικής ή σωματιδιακής ακτινοβολίας, η οποία πέφτει πάνω σε μια επιφάνεια με την κάθετο στο θεωρούμενο σημείο πρόσπτωσηςβ) «σημείο προσπτώσεως» — η κορυφή τής γωνίας προσπτώσεωςαρχ.1. ιατρ. το σφίξιμο τών επιδέσμων2. το να πέφτει κανείς στα πόδια κάποιου ως ικέτης, ικεσία.
Dictionary of Greek. 2013.