πρόσπτωση

πρόσπτωση
η / πρόσπτωσις, -ώσεως, ΝΑ [προσπίπτω]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προσπίπτω, η πτώση πάνω σε κάτι
2. πρόσκρουση, σύγκρουση με κάτι ή πάνω σε κάτι
νεοελλ.
1. φυσ. η άφιξη ενός κινούμενου σώματος ή, συνήθως, μιας δέσμης ηλεκτρομαγνητικής ή σωματιδιακής ακτινοβολίας σε μια δεδομένη επιφάνεια
2. φρ. α) «γωνία προσπτώσεως»
i) (αερον.) η γωνία που σχηματίζεται από τη χορδή μιας αεροτομής τής πτέρυγας και τού διαμήκους άξονα τού αεροπλάνου
β) φυσ. η γωνία την οποία σχηματίζει η διεύθυνση που ακολουθεί ένα σώμα ή μια δέσμη ηλεκτρομαγνητικής ή σωματιδιακής ακτινοβολίας, η οποία πέφτει πάνω σε μια επιφάνεια με την κάθετο στο θεωρούμενο σημείο πρόσπτωσης
β) «σημείο προσπτώσεως» — η κορυφή τής γωνίας προσπτώσεως
αρχ.
1. ιατρ. το σφίξιμο τών επιδέσμων
2. το να πέφτει κανείς στα πόδια κάποιου ως ικέτης, ικεσία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… …   Dictionary of Greek

  • αντήχηση — Το φαινόμενο της ενίσχυσης του ήχου ο οποίος παράγεται μέσα σε έναν σχετικά περιορισμένο χώρο, εξαιτίας της συμβολής των ανακλώμενων κυμάνσεων. Για να συμβεί το φαινόμενο αυτό της α., πρέπει να υπάρχει μεταξύ των πηγών του ήχου και του εμποδίου… …   Dictionary of Greek

  • ηλιακός — Άνοιγμα σε ορισμένες –θολοσκέπαστες ή όχι– οικίες στη βυζαντινή αρχιτεκτονική· στοά ή περιστύλιο. Βλ. λ. εξώστης. * * * και λιακός, ή, ό (AM ἡλιακός, ή, όν, Α δωρ. τ. ἁλιακός, ή, όν) [ήλιος] αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον ήλιο ή προέρχεται… …   Dictionary of Greek

  • καθοδικός — ή, ό [κάθοδος] (γεν. και ηλεκτρ.) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κάθοδο ή αυτός που χαρακτηρίζεται από την κάθοδο 2. φρ. (ηλεκτρον.) α) «καθοδικός σωλήνας» ή «καθοδική λυχνία» αερόκενος σωλήνας στον οποίο η πρόσπτωση μιας λεπτής… …   Dictionary of Greek

  • πυριτικός — ή, ό, Ν [πυρίτιο] χημ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πυρίτιο 2. (για χημικές ουσίες) αυτός που περιέχει πυρίτιο 3. φρ. α) «πυριτικά ορυκτά» (ορυκτ.) ενώσεις πυριτίου και οξυγόνου οι οποίες αποτελούν τα κύρια συστατικά τών πετρωμάτων που… …   Dictionary of Greek

  • φακός — Οπτικό σύστημα από ένα οπτικό ομοιογενές διαφανές μέσο, που καταλήγει σε δυο επιφάνειες (πλευρές)· οι φ. χρησιμοποιούνται μεμονωμένοι (π.χ. μεγεθυντικοί φ.) ή ως μέρη σύνθετων οπτικών συστημάτων με σκοπό να δώσουν στον παρατηρητή μια προσιτή… …   Dictionary of Greek

  • φθορισμός — Η εκπομπή από μερικές ουσίες ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων συχνότητας μικρότερης από τις συχνότητες που αποτελούν την προσπίπτουσα ακτινοβολία. Το φαινόμενο παρατηρήθηκε αρχικά στον φθορίτη, με τη διαπίστωση ότι, όταν το φως διασχίσει έναν κρύσταλλο… …   Dictionary of Greek

  • φωτοδίοδος — η, Ν (ηλεκτρον.) δίοδος ημιαγωγών, στην οποία η πρόσπτωση φωτεινής ακτινοβολίας προκαλεί μεταβολή τού ηλεκτρικού ρεύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. photodiode < φωτ(ο) * + δίοδος] …   Dictionary of Greek

  • θερμικές ζώνες — Ζώνες της επιφάνειας της Γης (μία ισημερινή, δύο εύκρατες, δύο πολικές) οι οποίες δέχονται διαφορετικά ποσά ηλιακής (θερμικής) ακτινοβολίας, ανάλογα με την κλίση με την οποία πέφτουν πάνω τους οι ακτίνες του Ήλιου. Ονομάζονται και κλιματικές… …   Dictionary of Greek

  • σέλας πολικό — Φωτεινό φαινόμενο της ανώτερης ατμόσφαιρας, το οποίο εμφανίζεται ως φεγγοβολή, κυρίως στις περιοχές του βόρειου και νότιου Πόλου. Τα πολικά σέλα παρουσιάζονται πάντοτε με πολύ διαφορετικούς χρωματισμούς και σχήματα: άλλοτε έχουν έντονο και λαμπρό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”